ηλεκτροθεραπευτικός

ηλεκτροθεραπευτικός
η , ό[ν] электролечебный, электротерапевтический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηλεκτροθεραπευτικός" в других словарях:

  • ηλεκτροθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροθεραπεία («ηλεκτροθεραπευτική μέθοδος»). επίρρ... ηλεκτροθεραπευτικώς και ά με ηλεκτροθεραπευτικό τρόπο, με ηλεκτροθεραπεία …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»